ξεμματίζω

ξεμματίζω
βλ. εξαμματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαμματίζω — και ξεμματίζω (Α εξαμματίζω) [αμματίζω] νεοελλ. ναυτ. λύνω τα άμματα*, τους κόμπους, ξελύνω, ξεμματίζω αρχ. 1. εξαρτώ, περιδένω κάτι με άμμα, με κόμπο ή με επίδεσμο, αμματίζω 2. επαλλάσσω («ἐπαλλάξαντες ἐξαμματίσαντες» [Απόλλων. Λεξ. Ομηρ.]… …   Dictionary of Greek

  • ξεμμάτισμα — το [ξεμματίζω] η εξαμμάτιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”